- ἐνέρων
- ἔνεροιthose belowmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκαμπτος — η, ο (Α ἄκαμπτος, ον) [καμπτός] 1. εκείνος που δεν κάμπτεται, δεν λυγίζει ή δεν έχει λυγίσει «ἄκαμπτος κλάδος» 2. μτφ. όποιος δεν υποχωρεί, ανένδοτος «άκαμπτη αποφασιστικότητα» «ἄκαμπτοι βουλαὶ» (Πίνδ. Πυθ. 4, 72) 3. μτφ. αυτός που δεν υποχωρεί… … Dictionary of Greek
ανόστητος — ἀνόστητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν γυρίζει πίσω 2. (για τόπο) εκείνος από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει κανείς («ἀνόστητος χῶρος ἐνέρων» για τον Αδη) … Dictionary of Greek